Ο 61χρονος Μπουρντέν βρισκόταν στη Γαλλία και δούλευε πάνω σε ένα νέο επεισόδιο της βραβευμένης σειράς του CNN
Ένας από τους πιο διάσημους τηλεοπτικούς σεφ του πλανήτη άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα στα 61 του χρόνια.
Όπως αναφέρει το CNN, αιτία θανάτου του Άντονι Μπουρντέν, είναι η αυτοκτονία, χωρίς να δίνονται περισσότερες πληροφορίες.
Ο Μπουρντέν βρισκόταν στη Γαλλία και δούλευε πάνω σε ένα νέο επεισόδιο της βραβευμένης σειράς του CNN. Ο στενός φίλος του Έρικ Ρίπερτ, Γάλλος σεφ, θορυβήθηκε όταν δεν είδε τον φίλο του, στην αίθουσα του ξενοδοχείου την Παρασκευή το πρωί.
"Με μεγάλη θλίψη μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το θάνατο του φίλου και συναδέλφου μας, Άντονι Μπουρντέν", ανέφερε το δίκτυο σε δήλωσή του την Παρασκευή το πρωί. "Η αγάπη του για περιπέτεια, νέους φίλους, καλό φαγητό και ποτό και οι αξιοθαύμαστες ιστορίες του, τον έκαναν έναν μοναδικό αφηγητή, τα ταλέντα του οποίου δεν έπαψαν να μας εκπλήσσουν και θα μας λείψουν πάρα πολύ. Οι σκέψεις μας βρίσκονται με την οικογένειά του σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη στιγμή".
Το τελευταίο του tweet ήταν ένα βίντεο από το Χονγκ Κονγκ, πριν από πέντε μέρες:
Television production is a tough business. Prior preparation prevents piss poor performance . On location with director @AsiaArgento and DP @dukefeng52 Chris Doyle in Hong Kong TONIGHT @PartsUnknownCNN pic.twitter.com/0od1mtOmsv— Anthony Bourdain (@Bourdain) June 3, 2018
Ποιος ήταν ο Μπουρντέν
O Άντονι Μπουρντέν γεννήθηκε το 1956 στη Νέα Υόρκη από τον Πιερ και την Γκλάντις Μπουρντέν και μεγάλωσε στην περιοχή Λεόνια του Νιου Τζέρσι. O Μπουρντέν έχει γαλλική καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του, κάτι που φαίνεται και από το επίθετο. O παππούς του, μάλιστα, μετοίκησε στη Νέα Υόρκη από τη Γαλλία λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φοίτησε στο Englewood School for Boys, αποφοιτώντας το 1973. Κατόπιν πήγε στο κολέγιο Vassar, που το παράτησε μετά από δύο χρόνια. Τελικά, το όνειρό του να γίνει σεφ το έκανε πραγματικότητα στο Culinary Institute of America, από το οποίο αποφοίτησε το 1978. Ήταν υπεύθυνος του εστιατορίου «Les Halles» στο Μανχάταν. Ήταν παντρεμένος με την Oτάβια Μπούσια και μαζί είχαν μία κόρη.
To παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι άνθρωποι της μαγειρικής τέχνης και της λογοτεχνίας είναι «Τζακ Κέρουακ της μαγειρικής». Και ταιριάζει απόλυτα στον 61χρονο νεοϋορκέζο σεφ και συγγραφέα.
Συγγραφέας μυθιστορημάτων και βιβλίων μαγειρικής, ήταν γνωστός για τις τηλεοπτικές περιπέτειές του μέσα από το σόου «Νο reservations», οργώνοντας (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά σε κάποιες περιπτώσεις) όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, δοκιμάζοντας γεύσεις παραδοσιακές και μη, όπου και αν βρεθεί. Όπως, για παράδειγμα, τηγανητές απολήξεις παχέος εντέρου βούβαλου σε πάγκους στη μέση του δρόμου στα στενά σοκάκια της Καρταχένα στην Κολομβία, μια ολόκληρη κόμπρα στο Βιετνάμ, φωλιές πουλιών στα ποτάμια της Νοτιοανατολικής Ασίας και διάφορες άλλες μυσταγωγικές γεύσεις, μακριά από γκουρμέ καθωσπρεπισμούς.
Όπου κι αν πήγαινε, γινόταν ένα με τους ντόπιους. Μάθαινε από αυτούς και έπαιρνε μαζί του στην επιστροφή για τη Νέα Υόρκη ένα κομμάτι της κουλτούρας τους. Και όχι μόνο της γαστρονομικής. Κατέγραφε τις εμπειρίες και τις γεύσεις στα σημειωματάριά του και εμπνεόταν καινούριες συνταγές για το εστιατόριό του. Μια συνήθεια που την είχε από μικρός, τότε που περνούσε τα καλοκαίρια του στη γαλλική ύπαιθρο.
Στο σόου του δεν σπαταλούσε τηλεοπτικό χρόνο για να δείξει στον τηλεθεατή πώς θα μαγειρέψει το τάδε φαγητό. Δεν διαφήμιζε μαγειρικά προϊόντα, αν και σε διάφορα επεισόδια λόγω της οικονομικής κρίσης πουλούσε μπλουζάκια της εκπομπής του για να συνεχίσει το γαστρονομικό του ταξίδι. Αντίθετα, ήταν ένας cool βέρος Νεοϋορκέζος, που ζούσε, σε αυτή την πόλη, εξερευνούσε τον κόσμο και να προσπούσε να μεταδώσει το πάθος του για το φαγητό και τα ταξίδια στους υπόλοιπους.
Χαρακτηριστικά ο ίδιος δηλώνει στο πρώτο βιβλίο του, αυτό με το οποίο συστήθηκε στον κόσμο, το «Κουζίνα εμπιστευτικό: περιπέτειες στο culinary underbelly», του 2000: «Εννοείται πως δεν θέλω να τρώω βλαβερές τροφές για τον οργανισμό μου, αλλά, αν βρεθώ σε κάποιο μέρος του κόσμου όπου θα έχω τη δυνατότητα να δοκιμάσω κάτι που ενδεχομένως δεν θα το ξαναφάω ποτέ στη ζωή μου, τότε φυσικά και θα το δοκιμάσω».