Ο Κώστας Φορτούνης αποκάλυψε γεγονότα από την προσωπική και ποδοσφαιρική του ζωή στα «Νέα Σαββατοκύριακο» και τον Διονύση Δελλή. Τι ανέφερε για την Καλαμπάκα, την ξενιτιά, το παρασκήνιο της μεταγραφής του στον Ολυμπιακό και τον ρόλο του Βαγγέλη Μαρινάκη.
Είναι το πρόσωπο των ημερών. Ή καλύτερα της χρονιάς. Ο καλύτερος Ελληνας ποδοσφαιριστής. Ο παίκτης που έκανε το άλμα ποιότητας τη φετινή σεζόν, βελτιώνοντας τα νούμερά του, την εικόνα του, ολόκληρο τον Ολυμπιακό. Ο Κώστας Φορτούνης είναι το πρόσωπο που όλοι θα ήθελαν να μιλήσουν. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού, μίλησε. Σε μια ιδιαίτερη συνέντευξη-γεύμα, ο «Φόρτου» μίλησε στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ζωής του, αλλά και μεταγραφικές ιστορίες από την καριέρα του, που προκαλούν αίσθηση.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Διονύση Δελλή, ο «Φόρτου» μιλάει για την ξενιτιά, την ψυχολογία ενός ανήλικου που πρέπει να αφήσει το σπίτι του για να παίξει ποδόσφαιρο, για την αποχώρησή του από τις ακαδημίες του Ολυμπιακού, για τη Γερμανία, αλλά και το παρασκήνιο της επιστροφής του στην Ελλάδα. Αποκαλύπτει τι του είπε ο Ζήσης Βρύζας για να τον πείσει να πάει στον ΠΑΟΚ, το τηλεφώνημα του Γιάννη Αλαφούζου για τον Παναθηναϊκό, αλλά και την κλήση του Βαγγέλη Μαρινάκη, που «κλείδωσε» την… επιστροφή στο σπίτι.
Διαβάστε τι είπε ο Κώστας Φορτούνης στα «Νέα Σαββατοκύριακο»
Για το γεγονός ότι ακόμη και τις διακοπές του τις κάνει στην Καλαμπάκα: «Το σπίτι μου. Μου έχει λείψει τόσο, που δεν το φαντάζεσαι. Για αυτό όποτε μπορώ πηγαίνω εκεί. Σε ρεπό, σε διακοπές. Μέχρι τα δώδεκα δεν με έβλεπε, και μετά δεν το έβλεπα εγώ. Με μια μπάλα έξω, με τους φίλους μου. Όλη μέρα ποδόσφαιρο. Και όταν εκείνοι πήγαν στο γυμνάσιο; Εγώ πήγα στον Ρέντη. Στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Από τα 12 ως τα 14. Έμενα εκεί, έκανα προπόνηση εκεί, διάβαζα εκεί. Όλα. Λες και κάτι ήθελε να μου πει από τότε, πως δεύτερο σπίτι μου θα γίνει ο Ολυμπιακός. Η ομάδα μου».
Για το πώς είναι να ζεις ως παιδί σε ένα προπονητικό κέντρο: «Παράξενο. Έρχονταν οι γονείς μου βέβαια κάθε Σαββατοκύριακο, υπήρχαν και αρκετοί άνθρωποι της ομάδας που ήταν εκεί για να σε βοηθήσουν. Στην πραγματικότητα όμως ήσουν μόνος. Έπρεπε να γίνεις υπεύθυνος. Έμαθα τι σημαίνει να φροντίζεις τον εαυτό σου και όλο αυτό μου έκανε πολύ καλό. Σκέφτομαι επίσης πως στα 26 μου έχω ζήσει περισσότερα χρόνια μακριά από την Καλαμπάκα και λιγότερα σε εκείνη».
Για την… ξενιτιά και τη μεταγραφή στην Καϊζερσλάουτερν: «Βλέπω καμιά φορά στην τηλεόραση τα θέματα για τα πολλά νέα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό, και θυμάμαι τα δικά μου. Διαφορετικά στη βάση τους, αλλά στην ουσία τα ίδια. Ήμουν 18 και έπρεπε να ζήσω μόνος μου στην Γερμανία. Όπως έφυγε ο Παναγιώτης (σ.σ Ρέτσος). Οι γονείς μου δούλευαν. Έρχονταν κάποιες φορές εκεί, αλλά ουσιαστικά έμενα μόνος μου. Είχαμε προπόνηση το πρωί και μετά στο σπίτι. Σπίτι και dvd. Δεν ξέρω πόσες ταινίες μπορεί να είδα εκείνα τα χρόνια. Μου έκανε καλό η μοναξιά. Είμαι κλειστός σαν χαρακτήρας, πολύ δεμένος με την οικογένεια μου. Εκείνα τα χρόνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον τρόπο που σκέφτομαι σήμερα. Ακόμη και στον τρόπο που παίζω ποδόσφαιρο. Το να πάρεις μια απόφαση. Το να αναλάβεις μια πρωτοβουλία. Να βρεις μια λύση. Κατά έναν τρόπο πέρασε και στο παιχνίδι μου. Ήθελα να πετύχω. Και νομίζω ότι για αυτό άντεξα».
Για την περίοδο που έφυγε από τον Ολυμπιακό για να γυρίσει στο μέρος του: «Όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό, πήγα για λίγο στην Δήμητρα Τρικάλων να παίξω τοπικό. Εκείνο ήταν το δυσκολότερο διάστημα της ζωής μου. Ήμουν απογοητευμένος. Εκεί υπήρχε ένας προπονητής, ο Αποστολής Γκαραγκάνης. Με ήξερε. Έβλεπε πως δεν ήμουν καλά. Ότι όλο αυτό μου είχε κοστίσει ψυχολογικά. Με βοήθησε πολύ αυτός ο άνθρωπος. Μου μιλούσε για ώρες. Πέρασαν τρεις-τέσσερις μήνες που δεν μπορούσα να βρω τα πατήματα μου. Τον εαυτό μου. Αν δεν ήταν εκείνος ο άνθρωπος και βέβαια η οικογένεια μου, δεν ξέρω τι θα είχε γίνει. Αν θα τα κατάφερνα να επανέλθω. Κάποια στιγμή ηρέμησα. Άρχισα να παίζω καλύτερα. Πήρα ψυχολογία. Είπα στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω. Και τα κατάφερα. Εκείνοι οι τρεις-τέσσερις μήνες ήταν μάλλον οι σημαντικότεροι για τη διαδρομή μου. Μετά τα ξέρεις»…
Για την επιστροφή στην Ελλάδα και τις προτάσεις Ολυμπιακού, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκού και ΑΕΚ: «Είχα προτάσεις από όλους εκείνες τις ημέρες. Θυμάμαι ότι ο Ζήσης Βρύζας του ΠΑΟΚ μου τηλεφωνούσε καθημερινά. Μου έδιναν το «10» στην πλάτη. Μιλούσα και με τον Γιάννη Αναστασίου που ήταν τότε προπονητής του Παναθηναϊκού, είχα μιλήσει και με τον ιδιοκτήτη της ομάδας. Εγώ όμως ήθελα να γυρίσω στον Ολυμπιακό. Στο σπίτι μου. Και ας ήξερα ότι εκεί υπάρχει μια πολύ πιο ισχυρή ομάδα, που μόλις είχε πάρει το πρωτάθλημα και είχε φτάσει ως τους 16 του Τσάμπιονς Λιγκ. Καταλάβαινα πως θα έπρεπε να ανταγωνιστώ σπουδαίους παίκτες. Ότι δεν θα ήταν εύκολο. Ήθελα όμως να παίξω στον Ολυμπιακό. Το ονειρευόμουν από μικρό παιδί. Ένιωθα πάντα πως μια μέρα θα γυρίσω. Ή απλά το ήθελα τόσο από τότε που μάζεψα τα πράγματα μου και έφυγα από τον Ρέντη. Με πείραξε πολύ που έφυγα έτσι. Όταν ο μάνατζερ μου λοιπόν, μου είπε πως τηλεφώνησε ο κύριος Μαρινάκης για τον Ολυμπιακό τελείωσαν όλα. Ή κατά έναν τρόπο μάλλον άρχισαν όλα».
Για τη δύσκολη αρχή στον Ολυμπιακό και τους προπονητές του: «Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό προπονητής ήταν ο Μίτσελ. Δεν με υπολόγιζε στο πλάνο του για τους βασικούς. Είχε τον Τσόρι που είχε κάνει φανταστική χρονιά. Είχε μια ομάδα έτοιμη. Δεν πήρα ευκαιρίες. Έφυγε τον Γενάρη, και ανέλαβε ο Βίκτορ Περέιρα. Με εκείνον άλλαξαν όλα. Με εμπιστεύτηκε, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής. Με πίστεψε. Το ίδιο έγινε και με τον Μάρκο Σίλβα που ήταν ο προπονητής την περίοδο 2015-16. Τότε έκανα την καλύτερη σεζόν μου. Μέχρι τη φετινή. Και φυσικά σε αυτό έπαιξε ρόλο ο Πέδρο Μαρτίνς. Μου μίλησε από το καλοκαίρι, μου εξήγησε ότι θέλει να επενδύσει σε εμένα. Μου έδωσε ελευθερία. Αρέσει στους Πορτογάλους το καλό ποδόσφαιρο. Και μοιάζουν με εμάς σαν άνθρωποι. Στον τρόπο που σκέφτονται, που λειτουργούν. Έχουν έναν τρόπο να παίζεις και για εκείνους. Και εγώ στα αλήθεια φέτος ένιωσα πως παίζω και για τον κόουτς. Από την άλλη αισθάνομαι πιο ώριμος. Καλύτερος ποδοσφαιριστής. Αισθάνομαι πως βοηθώ περισσότερο την ομάδα»…
Για το γεγονός ότι με Σίλβα και Περέιρα ο Ολυμπιακό πήρε τον τίτλο, ενώ φέτος όχι: «Έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Κάποιες φορές τα καταφέρνεις να πάρεις τους τίτλους, κάποιες όχι. Εμείς φέτος παρότι ξεκινήσαμε από την αρχή με νέο προπονητή και νέα ομάδα, τα διεκδικήσαμε όλα. Παίξαμε ποδόσφαιρο που το ευχαριστηθήκαμε, και το ευχαριστήθηκε και ο κόσμος. Δεν ξέρεις πόσο ωραίο είναι να βλέπεις από μέσα το Καραϊσκάκη γεμάτο και τον κόσμο χαρούμενο στις κερκίδες, ακόμη σε ματς που οι τίτλοι είχαν χαθεί. Είμαι πέντε χρόνια εδώ. Το φετινό είναι απίστευτο. Καταφέραμε πολλά. Βελτιωθήκαμε πολύ. Έχουμε σχηματίσει μια ομάδα-βάση για τα επόμενα χρόνια. Χτίστηκε κάτι που μπορεί να φέρει επιτυχίες για χρόνια. Η πρόκριση επί της Μίλαν, θα μείνει στην ιστορία. Διεκδικήσαμε όλους τους τίτλους. Ήμασταν άτυχοι όμως σε καθοριστικά ματς. Φτιάχναμε φάσεις και δεν έμπαινε η μπάλα μέσα. Και αυτό μας στοίχισε. Την ομάδα που φτιάξαμε την πιστεύω πολύ. Το κατάλαβα από το καλοκαίρι όταν ξεκινήσαμε. Δεν θα άλλαζα πολλά σε εκείνη λοιπόν».
Για τη σχέση του με τον Βασίλη Σπανούλη: «Όταν γύρισα στον Ολυμπιακό ζήτησα μια φανέλα του, από έναν κοινό μας φίλο φυσιοθεραπευτή. Μου την έστειλε, και τον ευχαρίστησα με ένα μήνυμα στο κινητό του. Κάπως έτσι ξεκίνησε. Αρχίσαμε να βγαίνουμε παρέα για καφέ. Γνώρισα την οικογένεια του. Γίναμε φίλοι. Είναι φανταστικός άνθρωπος ο Billy. Πολύ μεγάλος αθλητής. Αρχηγός. Σπουδαίος. Άλλαξε την ιστορία του μπάσκετ με την απόφαση του να φύγει από την σιγουριά του στον Παναθηναϊκό, και να έρθει στον Ολυμπιακό που τότε είχε μια δεκαετία μακριά από τους στόχους του. Ο απόλυτος ηγέτης. Παράδειγμα. Αναζητά διαρκώς νέα κίνητρα. Βάζει σταθερά τον πήχη πιο ψηλά. Για εμένα αυτό είναι το μυστικό. Το να βάζεις κάθε φορά έναν νέο στόχο. Έχει καταφέρει απίστευτα πράγματα. Και θα πετύχει και άλλα. Γιατί έτσι είναι ο Billy».
Για την αγάπη του για το μπάσκετ: «Αυστηρός είμαι μάλλον. Μου αρέσει πολύ το μπάσκετ και πιστεύω ότι το καταλαβαίνω αρκετά. Μου τη… δίνει στο εύκολο λάθος, αλλά ξέρω πως είναι και τέλος πάντων νομίζω ότι κρατάω ένα επίπεδο».
Για την… υπομονή του με τους διαιτητές: «Εκείνοι καμιά φορά με κάνουν έξαλλο. Δεν εκνευρίζομαι από αντιπάλους, παρότι υπάρχουν ματς που συμβαίνουν διάφορα. Δεν έχω αποβληθεί ποτέ. Όταν τρώω μια κλωτσιά σκέφτομαι την επόμενη φάση. Το διαχειρίζομαι. Με τους διαιτητές όμως είναι αλλιώς. Και την τελευταία διετία τα πράγματα είναι περίεργα. Το βλέπεις, το καταλαβαίνεις μέσα στο παιχνίδι. Τέλος πάντων. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα γινόμουν ποτέ διαιτητής»…
Για το δίλημμα γκολ ή ασίστ: «Το ίδιο είναι. Αλλά η ασίστ είναι ιδιαίτερη στο ποδόσφαιρο, το άθλημα είναι ομαδικό. Όταν δίνεις εσύ την μπάλα, θα σου τη δώσει και ο άλλος. Και εγώ είμαι αρχηγός. Πρέπει να σκέφτομαι τον συμπαίκτη μου».
Για το γκολ με απευθείας κόρνερ επί της Αρσεναλ: «Το ήθελα. Το προσπαθώ όταν βλέπω έναν τερματοφύλακα να μην το περιμένει. Πήρε και η μπάλα πολλά φάλτσα και έγινε. Το έχω δει πολλές φορές αυτό το γκολ στο youtube. Μάλλον είναι το αγαπημένο μου».
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ…
Στη συνέντευξη του Φορτούνη στα «Νέα», ο Διονύσης Δελλής εξηγεί και τον… έμμεσο τρόπο και το… τρίτο πρόσωπο που ρώτησε τον Φορτούνη για το μέλλον του. Αναλυτικά, το συγκεκριμένο σημείο της συνέντευξης αναφέρει τα εξής: «Για τον Φέλιξ της Μπενφίκα που μοιάζει έτοιμος να γίνει ο επόμενος μεγάλος. Για το Τσάμπιονς Λιγκ. Για τα πλέι-οφ του ΝΒΑ (φαν των Warriors). Έλειπε κάτι. Ο τρόπος που θα τον ρωτούσα για την επόμενη μέρα. Λέγονται πολλά για εκείνον. Για το νέο συμβόλαιο, για τις πολλές ομάδες που έχουν… στασίδι στο Καραϊσκάκη όλον τον χρόνο παρακολουθώντας την βελτίωση του. Η κουβέντα δεν πήγαινε προς τα εκεί. Μάλλον δεν θα τα κατάφερνα. Καμιά φορά όμως φτάνει να είσαι τυχερός. Κάποια στιγμή έρχεται στο τραπέζι μας, ένας υπάλληλος του μαγαζιού. Τον ξέρει τον Κώστα. Χαιρετιούνται εγκάρδια. Με τα λίγα ελληνικά του καταλαβαίνω πως προσπαθεί να… βγάλει εκείνος την είδηση «φίλε τι έχομε; Εσύ φύγεις από Ελλάδα;» τον ρωτά. Ο Φορτούνης χαμογελάει. «Όχι ρε. Εδώ. Ολυμπιακός και εθνική. Θα παίξουμε τώρα Ελλάδα- Ιταλία (8/6). Ματσάρα». «Τι νούμερο βάλεις;». «Στην Εθνική το 10. Στον Ολυμπιακό ξέρεις. Πάντα το 7». Τελικά ήταν πιο εύκολο από όσο… φαίνονταν…».
Είναι το πρόσωπο των ημερών. Ή καλύτερα της χρονιάς. Ο καλύτερος Ελληνας ποδοσφαιριστής. Ο παίκτης που έκανε το άλμα ποιότητας τη φετινή σεζόν, βελτιώνοντας τα νούμερά του, την εικόνα του, ολόκληρο τον Ολυμπιακό. Ο Κώστας Φορτούνης είναι το πρόσωπο που όλοι θα ήθελαν να μιλήσουν. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού, μίλησε. Σε μια ιδιαίτερη συνέντευξη-γεύμα, ο «Φόρτου» μίλησε στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ζωής του, αλλά και μεταγραφικές ιστορίες από την καριέρα του, που προκαλούν αίσθηση.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Διονύση Δελλή, ο «Φόρτου» μιλάει για την ξενιτιά, την ψυχολογία ενός ανήλικου που πρέπει να αφήσει το σπίτι του για να παίξει ποδόσφαιρο, για την αποχώρησή του από τις ακαδημίες του Ολυμπιακού, για τη Γερμανία, αλλά και το παρασκήνιο της επιστροφής του στην Ελλάδα. Αποκαλύπτει τι του είπε ο Ζήσης Βρύζας για να τον πείσει να πάει στον ΠΑΟΚ, το τηλεφώνημα του Γιάννη Αλαφούζου για τον Παναθηναϊκό, αλλά και την κλήση του Βαγγέλη Μαρινάκη, που «κλείδωσε» την… επιστροφή στο σπίτι.
Διαβάστε τι είπε ο Κώστας Φορτούνης στα «Νέα Σαββατοκύριακο»
Για το γεγονός ότι ακόμη και τις διακοπές του τις κάνει στην Καλαμπάκα: «Το σπίτι μου. Μου έχει λείψει τόσο, που δεν το φαντάζεσαι. Για αυτό όποτε μπορώ πηγαίνω εκεί. Σε ρεπό, σε διακοπές. Μέχρι τα δώδεκα δεν με έβλεπε, και μετά δεν το έβλεπα εγώ. Με μια μπάλα έξω, με τους φίλους μου. Όλη μέρα ποδόσφαιρο. Και όταν εκείνοι πήγαν στο γυμνάσιο; Εγώ πήγα στον Ρέντη. Στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Από τα 12 ως τα 14. Έμενα εκεί, έκανα προπόνηση εκεί, διάβαζα εκεί. Όλα. Λες και κάτι ήθελε να μου πει από τότε, πως δεύτερο σπίτι μου θα γίνει ο Ολυμπιακός. Η ομάδα μου».
Για το πώς είναι να ζεις ως παιδί σε ένα προπονητικό κέντρο: «Παράξενο. Έρχονταν οι γονείς μου βέβαια κάθε Σαββατοκύριακο, υπήρχαν και αρκετοί άνθρωποι της ομάδας που ήταν εκεί για να σε βοηθήσουν. Στην πραγματικότητα όμως ήσουν μόνος. Έπρεπε να γίνεις υπεύθυνος. Έμαθα τι σημαίνει να φροντίζεις τον εαυτό σου και όλο αυτό μου έκανε πολύ καλό. Σκέφτομαι επίσης πως στα 26 μου έχω ζήσει περισσότερα χρόνια μακριά από την Καλαμπάκα και λιγότερα σε εκείνη».
Για την… ξενιτιά και τη μεταγραφή στην Καϊζερσλάουτερν: «Βλέπω καμιά φορά στην τηλεόραση τα θέματα για τα πολλά νέα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό, και θυμάμαι τα δικά μου. Διαφορετικά στη βάση τους, αλλά στην ουσία τα ίδια. Ήμουν 18 και έπρεπε να ζήσω μόνος μου στην Γερμανία. Όπως έφυγε ο Παναγιώτης (σ.σ Ρέτσος). Οι γονείς μου δούλευαν. Έρχονταν κάποιες φορές εκεί, αλλά ουσιαστικά έμενα μόνος μου. Είχαμε προπόνηση το πρωί και μετά στο σπίτι. Σπίτι και dvd. Δεν ξέρω πόσες ταινίες μπορεί να είδα εκείνα τα χρόνια. Μου έκανε καλό η μοναξιά. Είμαι κλειστός σαν χαρακτήρας, πολύ δεμένος με την οικογένεια μου. Εκείνα τα χρόνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον τρόπο που σκέφτομαι σήμερα. Ακόμη και στον τρόπο που παίζω ποδόσφαιρο. Το να πάρεις μια απόφαση. Το να αναλάβεις μια πρωτοβουλία. Να βρεις μια λύση. Κατά έναν τρόπο πέρασε και στο παιχνίδι μου. Ήθελα να πετύχω. Και νομίζω ότι για αυτό άντεξα».
Για την περίοδο που έφυγε από τον Ολυμπιακό για να γυρίσει στο μέρος του: «Όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό, πήγα για λίγο στην Δήμητρα Τρικάλων να παίξω τοπικό. Εκείνο ήταν το δυσκολότερο διάστημα της ζωής μου. Ήμουν απογοητευμένος. Εκεί υπήρχε ένας προπονητής, ο Αποστολής Γκαραγκάνης. Με ήξερε. Έβλεπε πως δεν ήμουν καλά. Ότι όλο αυτό μου είχε κοστίσει ψυχολογικά. Με βοήθησε πολύ αυτός ο άνθρωπος. Μου μιλούσε για ώρες. Πέρασαν τρεις-τέσσερις μήνες που δεν μπορούσα να βρω τα πατήματα μου. Τον εαυτό μου. Αν δεν ήταν εκείνος ο άνθρωπος και βέβαια η οικογένεια μου, δεν ξέρω τι θα είχε γίνει. Αν θα τα κατάφερνα να επανέλθω. Κάποια στιγμή ηρέμησα. Άρχισα να παίζω καλύτερα. Πήρα ψυχολογία. Είπα στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω. Και τα κατάφερα. Εκείνοι οι τρεις-τέσσερις μήνες ήταν μάλλον οι σημαντικότεροι για τη διαδρομή μου. Μετά τα ξέρεις»…
Για την επιστροφή στην Ελλάδα και τις προτάσεις Ολυμπιακού, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκού και ΑΕΚ: «Είχα προτάσεις από όλους εκείνες τις ημέρες. Θυμάμαι ότι ο Ζήσης Βρύζας του ΠΑΟΚ μου τηλεφωνούσε καθημερινά. Μου έδιναν το «10» στην πλάτη. Μιλούσα και με τον Γιάννη Αναστασίου που ήταν τότε προπονητής του Παναθηναϊκού, είχα μιλήσει και με τον ιδιοκτήτη της ομάδας. Εγώ όμως ήθελα να γυρίσω στον Ολυμπιακό. Στο σπίτι μου. Και ας ήξερα ότι εκεί υπάρχει μια πολύ πιο ισχυρή ομάδα, που μόλις είχε πάρει το πρωτάθλημα και είχε φτάσει ως τους 16 του Τσάμπιονς Λιγκ. Καταλάβαινα πως θα έπρεπε να ανταγωνιστώ σπουδαίους παίκτες. Ότι δεν θα ήταν εύκολο. Ήθελα όμως να παίξω στον Ολυμπιακό. Το ονειρευόμουν από μικρό παιδί. Ένιωθα πάντα πως μια μέρα θα γυρίσω. Ή απλά το ήθελα τόσο από τότε που μάζεψα τα πράγματα μου και έφυγα από τον Ρέντη. Με πείραξε πολύ που έφυγα έτσι. Όταν ο μάνατζερ μου λοιπόν, μου είπε πως τηλεφώνησε ο κύριος Μαρινάκης για τον Ολυμπιακό τελείωσαν όλα. Ή κατά έναν τρόπο μάλλον άρχισαν όλα».
Για τη δύσκολη αρχή στον Ολυμπιακό και τους προπονητές του: «Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό προπονητής ήταν ο Μίτσελ. Δεν με υπολόγιζε στο πλάνο του για τους βασικούς. Είχε τον Τσόρι που είχε κάνει φανταστική χρονιά. Είχε μια ομάδα έτοιμη. Δεν πήρα ευκαιρίες. Έφυγε τον Γενάρη, και ανέλαβε ο Βίκτορ Περέιρα. Με εκείνον άλλαξαν όλα. Με εμπιστεύτηκε, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής. Με πίστεψε. Το ίδιο έγινε και με τον Μάρκο Σίλβα που ήταν ο προπονητής την περίοδο 2015-16. Τότε έκανα την καλύτερη σεζόν μου. Μέχρι τη φετινή. Και φυσικά σε αυτό έπαιξε ρόλο ο Πέδρο Μαρτίνς. Μου μίλησε από το καλοκαίρι, μου εξήγησε ότι θέλει να επενδύσει σε εμένα. Μου έδωσε ελευθερία. Αρέσει στους Πορτογάλους το καλό ποδόσφαιρο. Και μοιάζουν με εμάς σαν άνθρωποι. Στον τρόπο που σκέφτονται, που λειτουργούν. Έχουν έναν τρόπο να παίζεις και για εκείνους. Και εγώ στα αλήθεια φέτος ένιωσα πως παίζω και για τον κόουτς. Από την άλλη αισθάνομαι πιο ώριμος. Καλύτερος ποδοσφαιριστής. Αισθάνομαι πως βοηθώ περισσότερο την ομάδα»…
Για το γεγονός ότι με Σίλβα και Περέιρα ο Ολυμπιακό πήρε τον τίτλο, ενώ φέτος όχι: «Έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Κάποιες φορές τα καταφέρνεις να πάρεις τους τίτλους, κάποιες όχι. Εμείς φέτος παρότι ξεκινήσαμε από την αρχή με νέο προπονητή και νέα ομάδα, τα διεκδικήσαμε όλα. Παίξαμε ποδόσφαιρο που το ευχαριστηθήκαμε, και το ευχαριστήθηκε και ο κόσμος. Δεν ξέρεις πόσο ωραίο είναι να βλέπεις από μέσα το Καραϊσκάκη γεμάτο και τον κόσμο χαρούμενο στις κερκίδες, ακόμη σε ματς που οι τίτλοι είχαν χαθεί. Είμαι πέντε χρόνια εδώ. Το φετινό είναι απίστευτο. Καταφέραμε πολλά. Βελτιωθήκαμε πολύ. Έχουμε σχηματίσει μια ομάδα-βάση για τα επόμενα χρόνια. Χτίστηκε κάτι που μπορεί να φέρει επιτυχίες για χρόνια. Η πρόκριση επί της Μίλαν, θα μείνει στην ιστορία. Διεκδικήσαμε όλους τους τίτλους. Ήμασταν άτυχοι όμως σε καθοριστικά ματς. Φτιάχναμε φάσεις και δεν έμπαινε η μπάλα μέσα. Και αυτό μας στοίχισε. Την ομάδα που φτιάξαμε την πιστεύω πολύ. Το κατάλαβα από το καλοκαίρι όταν ξεκινήσαμε. Δεν θα άλλαζα πολλά σε εκείνη λοιπόν».
Για τη σχέση του με τον Βασίλη Σπανούλη: «Όταν γύρισα στον Ολυμπιακό ζήτησα μια φανέλα του, από έναν κοινό μας φίλο φυσιοθεραπευτή. Μου την έστειλε, και τον ευχαρίστησα με ένα μήνυμα στο κινητό του. Κάπως έτσι ξεκίνησε. Αρχίσαμε να βγαίνουμε παρέα για καφέ. Γνώρισα την οικογένεια του. Γίναμε φίλοι. Είναι φανταστικός άνθρωπος ο Billy. Πολύ μεγάλος αθλητής. Αρχηγός. Σπουδαίος. Άλλαξε την ιστορία του μπάσκετ με την απόφαση του να φύγει από την σιγουριά του στον Παναθηναϊκό, και να έρθει στον Ολυμπιακό που τότε είχε μια δεκαετία μακριά από τους στόχους του. Ο απόλυτος ηγέτης. Παράδειγμα. Αναζητά διαρκώς νέα κίνητρα. Βάζει σταθερά τον πήχη πιο ψηλά. Για εμένα αυτό είναι το μυστικό. Το να βάζεις κάθε φορά έναν νέο στόχο. Έχει καταφέρει απίστευτα πράγματα. Και θα πετύχει και άλλα. Γιατί έτσι είναι ο Billy».
Για την αγάπη του για το μπάσκετ: «Αυστηρός είμαι μάλλον. Μου αρέσει πολύ το μπάσκετ και πιστεύω ότι το καταλαβαίνω αρκετά. Μου τη… δίνει στο εύκολο λάθος, αλλά ξέρω πως είναι και τέλος πάντων νομίζω ότι κρατάω ένα επίπεδο».
Για την… υπομονή του με τους διαιτητές: «Εκείνοι καμιά φορά με κάνουν έξαλλο. Δεν εκνευρίζομαι από αντιπάλους, παρότι υπάρχουν ματς που συμβαίνουν διάφορα. Δεν έχω αποβληθεί ποτέ. Όταν τρώω μια κλωτσιά σκέφτομαι την επόμενη φάση. Το διαχειρίζομαι. Με τους διαιτητές όμως είναι αλλιώς. Και την τελευταία διετία τα πράγματα είναι περίεργα. Το βλέπεις, το καταλαβαίνεις μέσα στο παιχνίδι. Τέλος πάντων. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα γινόμουν ποτέ διαιτητής»…
Για το δίλημμα γκολ ή ασίστ: «Το ίδιο είναι. Αλλά η ασίστ είναι ιδιαίτερη στο ποδόσφαιρο, το άθλημα είναι ομαδικό. Όταν δίνεις εσύ την μπάλα, θα σου τη δώσει και ο άλλος. Και εγώ είμαι αρχηγός. Πρέπει να σκέφτομαι τον συμπαίκτη μου».
Για το γκολ με απευθείας κόρνερ επί της Αρσεναλ: «Το ήθελα. Το προσπαθώ όταν βλέπω έναν τερματοφύλακα να μην το περιμένει. Πήρε και η μπάλα πολλά φάλτσα και έγινε. Το έχω δει πολλές φορές αυτό το γκολ στο youtube. Μάλλον είναι το αγαπημένο μου».
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ…
Στη συνέντευξη του Φορτούνη στα «Νέα», ο Διονύσης Δελλής εξηγεί και τον… έμμεσο τρόπο και το… τρίτο πρόσωπο που ρώτησε τον Φορτούνη για το μέλλον του. Αναλυτικά, το συγκεκριμένο σημείο της συνέντευξης αναφέρει τα εξής: «Για τον Φέλιξ της Μπενφίκα που μοιάζει έτοιμος να γίνει ο επόμενος μεγάλος. Για το Τσάμπιονς Λιγκ. Για τα πλέι-οφ του ΝΒΑ (φαν των Warriors). Έλειπε κάτι. Ο τρόπος που θα τον ρωτούσα για την επόμενη μέρα. Λέγονται πολλά για εκείνον. Για το νέο συμβόλαιο, για τις πολλές ομάδες που έχουν… στασίδι στο Καραϊσκάκη όλον τον χρόνο παρακολουθώντας την βελτίωση του. Η κουβέντα δεν πήγαινε προς τα εκεί. Μάλλον δεν θα τα κατάφερνα. Καμιά φορά όμως φτάνει να είσαι τυχερός. Κάποια στιγμή έρχεται στο τραπέζι μας, ένας υπάλληλος του μαγαζιού. Τον ξέρει τον Κώστα. Χαιρετιούνται εγκάρδια. Με τα λίγα ελληνικά του καταλαβαίνω πως προσπαθεί να… βγάλει εκείνος την είδηση «φίλε τι έχομε; Εσύ φύγεις από Ελλάδα;» τον ρωτά. Ο Φορτούνης χαμογελάει. «Όχι ρε. Εδώ. Ολυμπιακός και εθνική. Θα παίξουμε τώρα Ελλάδα- Ιταλία (8/6). Ματσάρα». «Τι νούμερο βάλεις;». «Στην Εθνική το 10. Στον Ολυμπιακό ξέρεις. Πάντα το 7». Τελικά ήταν πιο εύκολο από όσο… φαίνονταν…».